Ο Κωνσταντίνος Θεοφίλου Δουμπιώτης γεννήθηκε το 1793 στα Δουμπιά της Χαλκιδικής. Σύμφωνα με την αίτηση της συζύγου του Σουλτάνας, που κατατέθηκε το 1865, πριν την έναρξη της επανάστασης ο Κωνσταντίνος υπηρετούσε την οθωμανική διοίκηση της Χαλκιδικής ως σούμπασης στα Μαδεμοχώρια. Μαζί με τα αδέλφια του Βασιλικό (1794-1853), Στέργιο, Νικόλαο (1796), Πολυχρόνη (1806-1832) και άλλους Δουμπιώτες και Μαδεμοχωρίτες, υπό την αρχηγία του Εμμανουήλ Παπά κήρυξαν την επανάσταση στη βόρειο Χαλκιδική το 1821. Μετά τον χαλασμό της Χαλκιδικής, το Νοέμβριο του 1821, σύμφωνα με μαρτυρία του Νικολάου Δουμπιώτη, ο Κωνσταντίνος μετέβη στη Νάουσα, όπου μαζί με τον Καρατάσο οργάνωσαν την εκεί επανάσταση. Μετά την καταστροφή και της Νάουσας το 1822, μέσω Ασπροποτάμου και Ζαγοράς κατέφυγε στη Σκόπελο. Η παλαιότερη γραπτή αναφορά του ονόματός του εντοπίζεται σε έγγραφο του μουσείου Μπενάκη και τοποθετείται χρονικά τον Μάιο του 1822. Πρόκειται για την ανταλλαγή ενός Οθωμανού αιχμαλώτου στη Σκόπελο. Ο Κωνσταντίνος συμμετείχε με τον Καρατάσο και άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε πολλές μάχες στη νότιο και κεντρική Ελλάδα, όπως στη Σκιάθο το 1823 κατά του Τοπάλ πασά, στο Νεόκαστρο της Πελοποννήσου το 1825 κατά του Ιμπραήμ, στη διαφύλαξη της Ύδρας 1824-25, στο Τρίκερι το 1823 και το 1827, στην Αταλάντη το 1827, στα Βρυσάκια της Εύβοιας το 1822, στην Αράχωβα το 1832, στη Θήβα. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου του 1825 πολέμησε με την παράταξη του Κωλέττη στην Πελοπόννησο, από την περίοδο αυτή σώζονται αρκετές επιστολές που σκιαγραφούν την πορεία του με τα στρατεύματα του Κωλέττη. Τον Μάρτιο του 1825 έπειτα από εισήγηση του Κωλέττη, ονομάστηκε στρατηγός. Για κάποιο χρονικό διάστημα, μεταξύ 1826-1828, σύμφωνα με κατηγορίες που του αποδόθηκαν, έδρασε ως πειρατής. Φυλακίστηκε από τον Καποδίστρια στις φυλακές της Αίγινας 1828-1829 με αποτέλεσμα να μην προβιβαστεί και να χάσει την τοποθέτησή του στον τακτικό στρατό. Από το 1822 έως και το 1828 ήταν εγκατεστημένος στην Γλώσσα Σκοπέλου, από όπου, όταν τον καλούσε η κεντρική διοίκηση, μετέβαινε στα σημεία των μαχών. Στη Σκόπελο για άγνωστο χρονικό διάστημα διετέλεσε πολιτάρχης, συμπεριφερόμενος ωστόσο αυταρχικά στους κατοίκους, οι οποίοι το 1826 ζήτησαν από την τότε κυβέρνηση την απαλλαγή από τα καθήκοντά του. Μετά την αποφυλάκισή του, τον Φεβρουάριο του 1829, διορίστηκε πεντακοσίαρχος στο τάγμα του Τσάμη Καρατάσου και το Νοέμβριο του 1831 διορίστηκε διοικητής του 14ου τάγματος. Το ίδιο έτος ακολούθησε αρχικά τον Τσάμη Καρατάσο στο κίνημα που διοργάνωσε έναντι του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ωστόσο λίγο αργότερα επανήλθε στον τακτικό στρατό. Τον Ιανουάριο του 1832 πολιορκήθηκε από τον Πετσάβα στην Δαύλεια. Το 1833 ο Κωνσταντίνος συμμετείχε με την πλευρά του Κολοκοτρώνη στην επανάσταση κατά της Αντιβασιλείας, συνελήφθη και αυτός μαζί του, ωστόσο χάρη στην παρέμβαση του Κωλέττη απελευθερώθηκε και γλίτωσε την δίκη. Μετά την διάλυση των ταγμάτων, το 1836 τοποθετήθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Β' τετραρχία Χαλκίδας με λοχαγό τον Κριεζώτη. Στη Χαλκίδα εγκαταστάθηκε μόνιμα μαζί με την οικογένειά του σε σπίτι δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Αποστρατεύτηκε το 1840 και πέθανε λίγο πριν το 1865 στη Χαλκίδα. Η προσφορά του στον αγώνα αναγνωρίστηκε καθώς αναγορεύτηκε σε αξιωματικό τέταρτης τάξεως. Ο Κωνσταντίνος, μαζί με τον Γοματιανό οπλαρχηγό Αποστολάρα Βασιλείου, ήταν ο μοναδικός Χαλκιδικιώτη που πήρε βαθμό πεντακοσίαρχου στο νεοσύστατο στράτευμα. Το όνομα του αναφέρεται στους φακέλους τουλάχιστον 70 αγωνιστών. Με τη σύζυγό του Σουλτάνα απέκτησε τρία κορίτσια, τα δύο γεννήθηκαν μετά το 1847. Μια από τις κόρες του παντρεύτηκε έναν από τους γιους του οπλαρχηγού Αγγελή Γάτσου.
Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009
Kωνσταντίνος Θεοφίλου Δουμπιώτης 1793-1848
Ο Κωνσταντίνος Θεοφίλου Δουμπιώτης γεννήθηκε το 1793 στα Δουμπιά της Χαλκιδικής. Σύμφωνα με την αίτηση της συζύγου του Σουλτάνας, που κατατέθηκε το 1865, πριν την έναρξη της επανάστασης ο Κωνσταντίνος υπηρετούσε την οθωμανική διοίκηση της Χαλκιδικής ως σούμπασης στα Μαδεμοχώρια. Μαζί με τα αδέλφια του Βασιλικό (1794-1853), Στέργιο, Νικόλαο (1796), Πολυχρόνη (1806-1832) και άλλους Δουμπιώτες και Μαδεμοχωρίτες, υπό την αρχηγία του Εμμανουήλ Παπά κήρυξαν την επανάσταση στη βόρειο Χαλκιδική το 1821. Μετά τον χαλασμό της Χαλκιδικής, το Νοέμβριο του 1821, σύμφωνα με μαρτυρία του Νικολάου Δουμπιώτη, ο Κωνσταντίνος μετέβη στη Νάουσα, όπου μαζί με τον Καρατάσο οργάνωσαν την εκεί επανάσταση. Μετά την καταστροφή και της Νάουσας το 1822, μέσω Ασπροποτάμου και Ζαγοράς κατέφυγε στη Σκόπελο. Η παλαιότερη γραπτή αναφορά του ονόματός του εντοπίζεται σε έγγραφο του μουσείου Μπενάκη και τοποθετείται χρονικά τον Μάιο του 1822. Πρόκειται για την ανταλλαγή ενός Οθωμανού αιχμαλώτου στη Σκόπελο. Ο Κωνσταντίνος συμμετείχε με τον Καρατάσο και άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε πολλές μάχες στη νότιο και κεντρική Ελλάδα, όπως στη Σκιάθο το 1823 κατά του Τοπάλ πασά, στο Νεόκαστρο της Πελοποννήσου το 1825 κατά του Ιμπραήμ, στη διαφύλαξη της Ύδρας 1824-25, στο Τρίκερι το 1823 και το 1827, στην Αταλάντη το 1827, στα Βρυσάκια της Εύβοιας το 1822, στην Αράχωβα το 1832, στη Θήβα. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου του 1825 πολέμησε με την παράταξη του Κωλέττη στην Πελοπόννησο, από την περίοδο αυτή σώζονται αρκετές επιστολές που σκιαγραφούν την πορεία του με τα στρατεύματα του Κωλέττη. Τον Μάρτιο του 1825 έπειτα από εισήγηση του Κωλέττη, ονομάστηκε στρατηγός. Για κάποιο χρονικό διάστημα, μεταξύ 1826-1828, σύμφωνα με κατηγορίες που του αποδόθηκαν, έδρασε ως πειρατής. Φυλακίστηκε από τον Καποδίστρια στις φυλακές της Αίγινας 1828-1829 με αποτέλεσμα να μην προβιβαστεί και να χάσει την τοποθέτησή του στον τακτικό στρατό. Από το 1822 έως και το 1828 ήταν εγκατεστημένος στην Γλώσσα Σκοπέλου, από όπου, όταν τον καλούσε η κεντρική διοίκηση, μετέβαινε στα σημεία των μαχών. Στη Σκόπελο για άγνωστο χρονικό διάστημα διετέλεσε πολιτάρχης, συμπεριφερόμενος ωστόσο αυταρχικά στους κατοίκους, οι οποίοι το 1826 ζήτησαν από την τότε κυβέρνηση την απαλλαγή από τα καθήκοντά του. Μετά την αποφυλάκισή του, τον Φεβρουάριο του 1829, διορίστηκε πεντακοσίαρχος στο τάγμα του Τσάμη Καρατάσου και το Νοέμβριο του 1831 διορίστηκε διοικητής του 14ου τάγματος. Το ίδιο έτος ακολούθησε αρχικά τον Τσάμη Καρατάσο στο κίνημα που διοργάνωσε έναντι του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ωστόσο λίγο αργότερα επανήλθε στον τακτικό στρατό. Τον Ιανουάριο του 1832 πολιορκήθηκε από τον Πετσάβα στην Δαύλεια. Το 1833 ο Κωνσταντίνος συμμετείχε με την πλευρά του Κολοκοτρώνη στην επανάσταση κατά της Αντιβασιλείας, συνελήφθη και αυτός μαζί του, ωστόσο χάρη στην παρέμβαση του Κωλέττη απελευθερώθηκε και γλίτωσε την δίκη. Μετά την διάλυση των ταγμάτων, το 1836 τοποθετήθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Β' τετραρχία Χαλκίδας με λοχαγό τον Κριεζώτη. Στη Χαλκίδα εγκαταστάθηκε μόνιμα μαζί με την οικογένειά του σε σπίτι δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Αποστρατεύτηκε το 1840 και πέθανε λίγο πριν το 1865 στη Χαλκίδα. Η προσφορά του στον αγώνα αναγνωρίστηκε καθώς αναγορεύτηκε σε αξιωματικό τέταρτης τάξεως. Ο Κωνσταντίνος, μαζί με τον Γοματιανό οπλαρχηγό Αποστολάρα Βασιλείου, ήταν ο μοναδικός Χαλκιδικιώτη που πήρε βαθμό πεντακοσίαρχου στο νεοσύστατο στράτευμα. Το όνομα του αναφέρεται στους φακέλους τουλάχιστον 70 αγωνιστών. Με τη σύζυγό του Σουλτάνα απέκτησε τρία κορίτσια, τα δύο γεννήθηκαν μετά το 1847. Μια από τις κόρες του παντρεύτηκε έναν από τους γιους του οπλαρχηγού Αγγελή Γάτσου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου